- αβουλία
- Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως υπερβολικός δισταγμός στη λήψη ασήμαντων αποφάσεων (α. εκλογής), άλλοτε ως υπερβολική δυσκολία εκτέλεσης ασήμαντων ενεργειών, ακόμα και όταν o άρρωστος γνωρίζει τι πρέπει να πράξει (α. εκτέλεσης) και άλλοτε ως αδυναμία αποχής από ορισμένες καταστρεπτικές ενέργειες, όπως συνήθως συμβαίνει στους διάφορους αλκοολικούς, τοξικομανείς κλπ. (α. απαγόρευσης).
* * *η (Α ἀβουλία) [ἄβουλος]1. νεοελλ. η έλλειψη βουλήσεως, διστακτικότητα, αναποφασιστικότητααρχ.η έλλειψη σκέψης ή σωστής σκέψης, απερισκεψία, δυσβουλία.2. (Ψυχιατρ.) παθολογική έλλειψη βουλήσεως, ανικανότητα λήψης αποφάσεως.
Dictionary of Greek. 2013.